Τι σημαίνει το macchiato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης macchiato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του macchiato στο Ιταλικό.
Η λέξη macchiato στο Ιταλικό σημαίνει λασπώνω, κηλιδώνω, βεβηλώνω, ατιμάζω, λερώνω, λεκιάζω, λερώνω, μουτζουρώνω, κάνω λεκέ, αφήνω λεκέ, λεκιάζω, λερώνω, λεκιάζω, λερώνω, αμαυρώνω, βρομίζω, λερώνω, κηλιδώνω, λεκιάζω, σπιλώνω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρωμίζω, λερώνω, λεκιάζω, βρομίζω, μουτζουρώνω, πασαλείφω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, στιγματίζω, λεκιάζω, λερώνω, σπιλώνω, διαστίζω, καταστίζω, σπιλώνω, κηλιδώνω, αμαυρώνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, λεκιάζω, κηλιδώνω, σπιλώνω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, σπιλώνω, με βούλες, με πουά, λερωμένος, πιτσιλισμένος, πιτσιλωτός, διάστικτος, κηλιδωμένος, μουντζουρωμένος, θολωμένος, μουτζουρωμένος, λεκιασμένος, φθαρμένος, διάστικτος, ντροπιάζω, ξεφτιλίζω, ματώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης macchiato
λασπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κηλιδώνω, βεβηλώνω, ατιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (φήμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si sente come se il suo nome fosse stato macchiato dalla storia sul giornale. |
λερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vino macchiò il nuovo vestito di Catherine. Το κρασί λέκιασε το καινούριο φόρεμα της Κάθριν. |
λεκιάζω, λερώνω, μουτζουρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω λεκέ, αφήνω λεκέverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fai attenzione a non versare quel vino rosso perché macchia. |
λεκιάζω, λερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È caduto l'olio e ha macchiato la tovaglia. |
λεκιάζω, λερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'artista urtò accidentalmente la tela fresca e macchiò il dipinto. |
αμαυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scandalo macchiò la reputazione del ministro. |
βρομίζω, λερώνω, κηλιδώνω, λεκιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I vandali hanno lordato l'ennesimo cimitero. |
σπιλώνω, αμαυρώνω, κηλιδώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: onore, reputazione) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La brutta diceria macchiò la reputazione di Sandra e nessuno si fidò più di lei. |
λερώνω, βρωμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λερώνω, λεκιάζω, βρομίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μουτζουρώνω, πασαλείφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non toccare la pittura fresca altrimenti la sporchi. Μην αγγίζεις τη βρεγμένη μπογιά γιατί θα τη μουτζουρώσεις. |
αμαυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (φήμη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Delle accuse di abusi sessuali gli macchiarono la reputazione. |
κηλιδώνω, στιγματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Queste scoperte sono destinate a macchiare la sua popolarità. Σίγουρα οι αποκαλύψεις αυτές θα κηλιδώσουν τη φήμη του. |
λεκιάζω, λερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La serie di sconfitte macchiò il record della squadra. |
σπιλώνω(επίσημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo aver lavorato in giardino la sera, Tania si fece una doccia per non sporcare le lenzuola pulite. |
διαστίζω, καταστίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπιλώνω, κηλιδώνω, αμαυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (επίσημο: φήμη, υπόληψη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπιλώνω, κηλιδώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λερώνω, λεκιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fango macchiò la gonna nuova di Amanda. |
κηλιδώνω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'incidente infangò la reputazione del giocatore agli occhi dei fan del cricket. |
σπιλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le voci di corridoio hanno macchiato la reputazione di uomo onesto di Harry. Οι φήμες σπίλωσαν τη φήμη του Χάρυ ως ένα ειλικρινές άτομο. |
αμαυρώνω, κηλιδώνω, σπιλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
με βούλες, με πουά(στρογγυλό σχήμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λερωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Malcolm immerse la camicia macchiata in acqua fredda. Ο Μάλκολμ μούλιασε το λερωμένο πουκάμισο σε κρύο νερό. |
πιτσιλισμένος(με μικρές πιτσιλιές) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Rick guardò in basso e si rese conto che la sua camicia era macchiata di sangue. |
πιτσιλωτός, διάστικτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La barba chiazzata dell'uomo lo faceva sembrare un ragazzino. |
κηλιδωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μουντζουρωμένος, θολωμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'eyeliner di Carmen si è macchiato per il pianto. |
μουτζουρωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
λεκιασμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φθαρμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'uso assiduo aveva lasciato la scrivania macchiata e graffiata. Η πολλή χρήση είχε κάνει το γραφείο να είναι σημαδεμένο και γδαρμένο. |
διάστικτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando ho detto a mio padre che ero incinta la sua faccia diventò rossa e chiazzata di rabbia. |
ντροπιάζω, ξεφτιλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le stesse azioni di John lo disonorano. Οι ίδιες του οι πράξεις ξεφτίλισαν του Τζον. |
ματώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I rovi mi hanno graffiato il braccio e mi hanno sporcato la manica di sangue. Τα αγκάθια έγδαραν το χέρι μου και μάτωσαν το μανίκι μου. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του macchiato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.