Τι σημαίνει το Lieder στο Γερμανικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Lieder στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Lieder στο Γερμανικό.

Η λέξη Lieder στο Γερμανικό σημαίνει τραγούδι, άσμα, τραγουδάκι, ληντ, λιντ, μελωδία, κομμάτι, τραγούδι, κανόνας, μελωδία, τραγούδι διαφήμισης, κάλαντα, καντάτα, κομμάτι, μελό, τραγούδι, τραγουδώ, ξαναπαίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Lieder

τραγούδι

(μελωδία με λόγια)

Das Lied wurde in viele Sprachen übersetzt.
Το τραγούδι έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

άσμα

Ich liebe es, mir Blakes Lieder durchzulesen, über Unschuld und Erfahrung.

τραγουδάκι

ληντ, λιντ

(μουσικολογία)

μελωδία

(τραγούδι)

Auf Wunsch spielen wir eure Lieblingslieder.
Θα παίξουμε τις αγαπημένες σας μελωδίες κατά παραγγελία.

κομμάτι

Der Hit war das dritte Lied auf der CD.
Το επιτυχημένο τραγούδι ήταν το τρίτο κομμάτι στο cd.

τραγούδι

(μεσαιωνικό τραγούδι)

ⓘDieser Satz ist keine Übersetzung des englischen Satzes. Μας τραγούδησε μια όμορφη μπαλάντα ενός άλλου αιώνα.

κανόνας

(τραγούδι)

μελωδία

(Musik)

Harry summte eine Melodie, während er arbeitete.
Ο Χάρι σιγοτραγουδούσε έναν σκόπο ενώ δούλευε.

τραγούδι διαφήμισης

(Anglizimsus)

κάλαντα

(χριστουγεννιάτικα)

καντάτα

(μουσική σύνθεση)

κομμάτι

(Anglizismus)

μελό

τραγούδι

τραγουδώ

ξαναπαίζω

Ας μάθουμε Γερμανικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Lieder στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.

Γνωρίζετε για το Γερμανικό

Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.