Τι σημαίνει το kids στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης kids στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του kids στο Αγγλικά.
Η λέξη kids στο Αγγλικά σημαίνει παιδί, κατσίκι, μικρός, κάνω πλάκα, κάνω πλάκα, δέρμα από κατσίκι, χαζολογάω, χαζολογώ, φοιτητής, φοιτήτρια, μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι, αδερφούλης, γάντια από δέρμα μοσχαριού, μικρή αδερφή, αδερφούλα, για παιδιά, παιδικός, πανεύκολος, για μικρά παιδιά, αυταπατώμαι, παιδί, παιδάκι, σκανταλιάρικο παιδί, παλιόπαιδο, καινούριος, μαθητής, μαθήτρια, μυξιάρικο, παιδί-θαύμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης kids
παιδίnoun (informal (child) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stacy likes to visit with friends while the kids are at school. Στην Στέισι αρέσει να επισκέπτεται φίλους όσο τα παιδιά είναι στο σχολείο. |
κατσίκιnoun (young goat) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The goat gave birth to a kid last month. Η κατσίκα γέννησε ένα κατσικάκι τον προηγούμενο μήνα. |
μικρόςadjective (younger) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben took his kid sister to school. Ο Μπεν πήγε τη μικρή του αδελφή στο σχολείο. |
κάνω πλάκαintransitive verb (informal (joke) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Amy was just kidding around with her friends, but she got in trouble at school for it. Η Έιμι απλά αστειευόταν με τους φίλους της, αλλά βρήκε τον μπελά της γι' αυτό στο σχολείο. |
κάνω πλάκαtransitive verb (joke) (σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Karen made a face and said, "You've got to be kidding me!" Η Κάρεν έκανε εάν μορφασμό και είπε, «Πρέπει να μου κάνεις πλάκα!» |
δέρμα από κατσίκιnoun (kid leather) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Kate bought a new jacket made of kid leather. |
χαζολογάω, χαζολογώphrasal verb, intransitive (informal (behave jokingly or playfully) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stop kidding around! Sit down and shut up! |
φοιτητής, φοιτήτριαnoun (US, informal (university-age student) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Some college kids came as volunteers to clean up after the hurricane. |
μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σουinterjection (informal (do not be deluded) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't kid yourself – he doesn't love you! |
μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντιverbal expression (figurative (grant special treatment to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He's having a rough day so you'd better handle him with kid gloves. |
αδερφούληςnoun (informal (younger male sibling) (χαϊδευτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He may be 22 now, but he'll always be my kid brother! |
γάντια από δέρμα μοσχαριούnoun (usually plural (glove made of calf's leather) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have a lovely pair of antique kid gloves. |
μικρή αδερφή, αδερφούλαnoun (informal (younger female sibling) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Whenever we go out anywhere his kid sister comes along too. |
για παιδιά, παιδικόςnoun (informal ([sth] intended for children) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Checkers is kids stuff, let's play chess! |
πανεύκολος, για μικρά παιδιάnoun (informal ([sth] very simple) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I could easily do that, it's kids stuff! |
αυταπατώμαιverbal expression (informal (deceive yourself, be in denial) Don't kid yourself, the relationship is over. |
παιδί, παιδάκιnoun (informal (young child) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I used to play marbles a lot when I was a little kid. |
σκανταλιάρικο παιδίnoun (informal (cheeky or naughty child) (καθομιλουμένη) I was such a mischievous kid that they expelled me from kindergarten! |
παλιόπαιδοnoun (slang (badly-behaved child) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This naughty kid spilled his milk on purpose. |
καινούριοςnoun (US, informal, figurative (newcomer) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
μαθητής, μαθήτριαnoun (informal (child of school age) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) When I was a school kid I had to walk miles to school. |
μυξιάρικοnoun (figurative, pejorative, informal (unpleasant child) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I wouldn't pay him any mind - he's just a snotty kid. |
παιδί-θαύμαnoun (informal (prodigy in some area) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του kids στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του kids
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.