Τι σημαίνει το is στο τουρκικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης is στο τουρκικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του is στο τουρκικό.

Η λέξη is στο τουρκικό σημαίνει μπίζνες, δουλειές, έργο, δουλειά, εργασία, εμπόριο, θητεία, αυτό το πράμα, δουλειά, επιχείρηση, θέμα, δουλειά, της δουλειάς, -, θέση, -, δουλειά, έργο, θέση, θέση εργασίας, δουλειά, συναλλαγή, εργασιακός, επαγγελματικός, δουλειά, δράση, πράξη, υπόθεση, εργασία, καθήκον, δουλειά, εργασία, διδασκαλία, δραστηριότητα, κινητικότητα, συμφωνία, δουλειά, καθήκον, δραστηριότητα, επάγγελμα, επάγγελμα, έργο, συναλλαγή, έργο, δραστηριότητα, απασχόληση, εργάσιμος, δουλειά, θέση, πυρετώδης, δουλειά, επάγγελμα, καπνιά, προορισμός στη ζωή, επάγγελμα, συνεννοημένοι, στη δουλειά, Μπράβο!, επαγγελματικός κύκλος, αντικανονική ενέργεια, εργονομία, προχειροδουλειά, εκλέγω κπ σε κτ, εργατικά χέρια, πάγκος, φέρνω, τσαπατσουλιά, κάνω κουμάντο, οι εργαζόμενοι, εργαζόμενος, λειτουργικός, τσαπατσούλικος, για ανειδίκευτους εργάτες, άνεργος, επαγγελματικός, αδικαιολογήτως απών, χρήσιμος, πρακτικός, εύχρηστος, άμισθος, εργατικός, επί τόπου, αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, Τι δουλειά κάνεις;, Με τι ασχολείσαι;, συνέντευξη, σε εκκρεμότητα, σε αναμονή, συνάδελφος, συνάδερφος, ανταγωνιστής, ανταγωνίστρια, δουλειά, εργασία, επιχειρηματίας, προγραμματισμός, ειδικότητα, ικανότητα να μην γίνομαι αντιληπτός, ικανότητα να παραμείνω απαρατήρητος, διεκπεραιωτικότητα, μόχθος, στολή, επιτυχία, δραστήριος, αυτός που αναλαμβάνει να κλείνει τις συμφωνίες, επιχειρηματίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης is

μπίζνες, δουλειές

(καθομιλουμένη)

έργο

(καλλιτέχνη)

δουλειά

(proje, vb.)

ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. Ως μεταφράστρια, τελειώνω δύο με τρεις δουλειές την εβδομάδα.

εργασία

Υπολογίζω να μου πάρει περίπου τρεις ώρες για να ολοκληρώσω αυτήν την εργασία.

εμπόριο

Το εμπόριο βελτιώθηκε το τελευταίο τρίμηνο.

θητεία

Έκανε δυο θητείες στο γραφείο της Ατλάντα πέρσι.

αυτό το πράμα

Δεν μου αρέσει αυτό το πράμα που λέγεται στολή.

δουλειά

επιχείρηση

Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες. Είναι μια μεγάλη επιχείρηση.

θέμα

Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι δική σου υπόθεση. Το κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η διατήρηση της τάξης.

δουλειά

Elma toplayan tarım işçileri, gündoğumundan günbatımına kadar çok yorucu bir iş yapmaktadırlar.
Οι εργάτες που μαζεύουν μήλα κάνουν εξαντλητική δουλειά, από το πρωί ως το βράδυ.

της δουλειάς

(kıyafet) (ρούχα)

ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. Είμαι νοσοκόμα και δεν μπορώ να φοράω ότι θέλω, έχω συγκεκριμένη στολή εργασίας.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

Καλά έκανες που έφερες την ομπρέλα σου.

θέση

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

Προσλάβαμε έναν σύμβολο για να εξασφαλίσουμε ότι εκμεταλλευόμαστε με τον καλύτερο τρόπο το προσωπικό μας.

δουλειά

έργο

(fizik)

θέση

ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. Είναι μεγάλη εταιρεία, όλο και κάποια θέση θα υπάρχει για σένα.

θέση εργασίας

δουλειά

(argo)

συναλλαγή

εργασιακός

Πήρε άδεια εργασίας τον Ιούλιο.

επαγγελματικός

δουλειά

ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. Πρέπει να βρω μια νέα θέση εργασίας.

δράση, πράξη

Σηκώθηκε από την καρέκλα του και όρμηξε στην δράση.

υπόθεση

Ο διευθυντής χειρίστηκε άμεσα την υπόθεση.

εργασία

Patronu adama, hafta sonuna kadar bitirilmek üzere üç küçük iş verdi.
ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. Η αποστολή του Κώστα ως μυστικός αστυνομικός ήταν να ανακαλύψει που κρυβόταν ο αρχηγός της σπείρας.

καθήκον

δουλειά, εργασία

Πολλοί νέοι δυσκολεύονται να βρουν δουλειά (or: εργασία).

διδασκαλία

Η Σοφία αποφάσισε να ασχοληθεί με τη διδασκαλία όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο.

δραστηριότητα, κινητικότητα

Η δραστηριότητα στις εγκαταστάσεις παραγωγής φαίνεται ανοργάνωτη, ωστόσο οι εργάτες κατασκευάζουν αυτοκίνητα με αποτελεσματικότητα.

συμφωνία

Ο κωμικός κατάφερε να κλείσει μια μηνιαία συμφωνία με ένα τοπικό θέατρο.

δουλειά

İşin çok iyi yapılmış olduğu belliydi.
Η δουλειά προφανώς είχε γίνει καλά.

καθήκον

δραστηριότητα

επάγγελμα

επάγγελμα

έργο

συναλλαγή

Κάθε συναλλαγή είναι μια ευκαιρία για να βγάλεις χρήματα.

έργο

δραστηριότητα, απασχόληση

Η βασική δραστηριότητα ενός κριτικού βιβλίων είναι η ανάγνωση.

εργάσιμος

(saatler)

Οι εργάσιμες ώρες εδώ είναι από τις 9 έως τις 6.

δουλειά

Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Εγώ είμαι οδοντίατρος.

θέση

πυρετώδης

(μεταφορικά)

Η δουλειά στο κατάστημα ήταν πάντα πυρετώδης πριν τα Χριστούγεννα.

δουλειά

Bugün bitirmem gereken on tane görev var.
Έχω δέκα δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα.

επάγγελμα

Η Κριστίν θεωρεί το επάγγελμά της ως συγγραφέας πολύ ικανοποιητικό.

καπνιά

Ο καπνοδοχοκαθαριστής ήταν γεμάτος καπνιά.

προορισμός στη ζωή

Ο Άλεξ πραγματικά πιστεύει ότι το να βοηθάει όσους έχουν ανάγκη είναι ο προορισμός του στη ζωή.

επάγγελμα

Ποια επαγγέλματα προσφέρουν τη μεγαλύτερη εργασιακή ασφάλεια σήμερα;

συνεννοημένοι

(καθομιλουμένη)

στη δουλειά

Ο Μπομπ ποτέ δεν ελέγχει τα προσωπικά του email στη δουλειά.

Μπράβο!

επαγγελματικός κύκλος

αντικανονική ενέργεια

εργονομία

προχειροδουλειά

εκλέγω κπ σε κτ

εργατικά χέρια

(καθομιλουμένη)

Το εργοστάσιο θα χρειαστεί να προσλάβει περισσότερα εργατικά χέρια για να εκτελέσει αυτές τις παραγγελίες.

πάγκος

(εργασίας)

Ο μπαμπάς είναι στο γκαράζ και φτιάχνει κάτι στον πάγκο του.

φέρνω

τσαπατσουλιά

κάνω κουμάντο

(καθομιλουμένη)

οι εργαζόμενοι

εργαζόμενος

Δεν βγάζουν όλοι οι εργαζόμενοι αρκετά χρήματα ώστε να ζουν απ' αυτά.

λειτουργικός

τσαπατσούλικος

(καθομιλουμένη)

Αυτή η δουλειά είναι τσαπατσούλικη. Είναι γεμάτη λάθη.

για ανειδίκευτους εργάτες

Οι μετανάστες συχνά κάνουν απαξιωτικές εργασίες τις οποίες κανείς άλλος δεν θέλει.

άνεργος

Η αστυνομία συνέλαβε μια άνεργη γυναίκα που βρισκόταν στο σημείο.

επαγγελματικός

αδικαιολογήτως απών

χρήσιμος, πρακτικός, εύχρηστος

άμισθος

εργατικός

επί τόπου

αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο

Τι δουλειά κάνεις;, Με τι ασχολείσαι;

συνέντευξη

(για δουλειά)

Şirketle yapacağı iş görüşmesi için takım elbise giydi.
Φόρεσε κοστούμι για τη συνέντευξη στην εταιρία.

σε εκκρεμότητα, σε αναμονή

Υπάρχουν συσσωρευμένα έγγραφα που χρειάζονται αρχειοθέτηση.

συνάδελφος, συνάδερφος

Έφαγα μεσημεριανό μαζί με δύο συναδέλφους σήμερα.

ανταγωνιστής, ανταγωνίστρια

Ο κύριος ανταγωνιστής της Microsoft είναι η Apple.

δουλειά, εργασία

επιχειρηματίας

Η επιχειρηματίας παράτησε τη σχολή χωρίς να έχει κάποιο προσόν. Παρ' όλα αυτά στα τριάντα της διεύθηνε μια πολυεθνική εταιρεία.

προγραμματισμός

ειδικότητα

(birisinin) (μεταφορικά)

ικανότητα να μην γίνομαι αντιληπτός, ικανότητα να παραμείνω απαρατήρητος

ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. Η εντυπωσιακή ικανότητά του να μην γίνεται αντιληπτός, έκανε τον Μάρκο εξαιρετικό μυστικό πράκτορα.

διεκπεραιωτικότητα

Το εργοστάσιο σχεδιάζει να αυξήσει τη διεκπεραιωτικότητά του φέτος.

μόχθος

Είναι ωραίο να χαλαρώνεις μόλις τελειώσει ο μόχθος της ημέρας.

στολή

Όλο το προσωπικό σε αυτό το κατάστημα φοράει στολή.

επιτυχία

Η Χριστίνα γιόρτασε την επιτυχία της με ένα παγωτό με γαρνιτούρα.

δραστήριος

αυτός που αναλαμβάνει να κλείνει τις συμφωνίες

(satıcı, vb.)

επιχειρηματίας

Επιχειρηματίες της περιοχής προσκλήθηκαν να επιθεωρήσουν τα νέα γραφεία.

Ας μάθουμε τουρκικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του is στο τουρκικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο τουρκικό.

Γνωρίζετε για το τουρκικό

Η τουρκική είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 65-73 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, καθιστώντας την την πιο συχνά ομιλούμενη γλώσσα στην οικογένεια των Τούρκων. Αυτοί οι ομιλητές ζουν κυρίως στην Τουρκία, με μικρότερο αριθμό στην Κύπρο, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα και αλλού στην Ανατολική Ευρώπη. Τα τουρκικά μιλούν επίσης πολλοί μετανάστες στη Δυτική Ευρώπη, ειδικά στη Γερμανία.