Τι σημαίνει το have a conversation στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης have a conversation στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του have a conversation στο Αγγλικά.
Η λέξη have a conversation στο Αγγλικά σημαίνει έχω, έχω, έχω, έχω, περνάω, περνώ, έχω, έχω, έχω, τρώω, έχω, έχων, παίρνω, πηγαίνω, πάω, -, επιτρέπω, σύμφωνα με, καλώ, προσκαλώ, και όλα τα σχετικά, φαίνεται, ευτυχώς, με νοιάζει, παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, με περιμένει δύσκολη δουλειά, βαρέθηκα, κουράστηκα, έχω τελειώσει με κπ, πρέπει, καταλαβαίνω, γεννάω, γεννώ, κάνω παιδί, κάνω μωρό, γλεντώ, διασκεδάζω, έχω εμμονή με κτ, είμαι προκατειλημμένος, έχω ράμματα για τη γούνα κπ, είμαι έγκυος, έχω αποδείξεις, έχω στοιχεία, έχω, έχω καλές πιθανότητες, μου δίνεται ευκαιρία, έχω μια ευκαιρία σε κτ, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, αλλάζω γνώμη, έχω πικρία, είμαι κρυωμένος, ελέγχω την αγορά, τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω, είμαι ερωτευμένος με κπ, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα, μανία θανάτου, τα χώνω, έχω άμεση πρόσβαση σε κπ, συζητάω, συζητώ, πίνω, πάω για ένα ποτό, κάνω γιορτινό τραπέζι, τρώω πολύ, τρώω καλά, έχω κλίση σε κτ, έχω την αίσθηση, πίνω κάτι παραπάνω, έχω τη χρυσή ευκαιρία, πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπ, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, βάζω παντού το χεράκι μου, τσαντίζομαι, έχω ταλέντο σε κτ, βάζω στοίχημα για κτ, έχω αδυναμία σε κτ, είμαι βραχνιασμένος, ρίχνω μια ματιά, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, κάνω μια δοκιμή, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, δοκιμάζω κτ, έχω μεγάλες πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, έχω αρκετές πιθανότητες, κουβεντιάζω, Καλή σου μέρα!, έχω το μυαλό στο κεφάλι μου, είμαι πλήρης ημερών, φεύγω πλήρης ημερών, ξέρω καλά, γνωρίζω καλά, γελάω πολύ, έχω καλές πιθανότητες, περνάω καλά, τα περνάω όμορφα, Καλές διακοπές, Καλό ταξίδι, καλό Σαββατοκύριακο, έχω ταλέντο στην κηπουρική, συμμετέχω σε κτ, συμμετέχω στο να γίνει κτ, έχω χανγκόβερ, περνάω δυσκολίες, δυσκολεύομαι να κάνω κτ, έχω καλή καρδιά, λυπήσου με, παθαίνω έμφραγμα, χρυσή καρδιά, έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα, έχω παρελθόν, κρατάω, κρατώ, έχω δέσμευση, έχω κπ στο χέρι, έχω την υποψία ότι/πως, έχω ένα προαίσθημα ότι/πως, εργάζομαι, τα βρίσκω σκούρα κάνοντας κτ, έχω ταλέντο, έχω ταλέντο, γελάω, γελώ, δεν έχω αποδείξεις, έχω το πλεονέκτημα σε σχέση με κπ, κοιμάμαι μέχρι αργά, κάνω μια κουβέντα, κάνω μια κουβεντούλα, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, ρίχνω μια ματιά, έχω να κάνω με κτ, έχω πολλά να πω για κτ, έχω έναν κόμπο στον λαιμό, ξεσπάω, ξεσπώ, κάνω του κεφαλιού μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης have a conversation
έχωtransitive verb (own) (ιδιοκτησία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He has a big house and two cars. Διαθέτει (or: Κατέχει) μια μεγάλη οικία και δύο αυτοκίνητα. |
έχωtransitive verb (feature: possess) (χαρακτηριστικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She has a very strong personality. The program has a delete button. Διαθέτει πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Το πρόγραμμα διαθέτει κουμπί διαγραφής. |
έχωverbal expression (must) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I have to finish my homework. Πρέπει να τελειώσω μια εργασία. |
έχωtransitive verb (suffer from) (υποφέρω από) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She has the flu right now. Έχει γρίπη τώρα. |
περνάω, περνώtransitive verb (experience) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My sons are having an adventure in South America. |
έχωtransitive verb (children, siblings: be related to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They have two daughters and a son. ΄Εχουν αποκτήσει δύο κόρες και έναν γιο. |
έχωtransitive verb (mentally: have in mind) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She has a lot of plans. Έχει πολλά σχέδια. |
έχωtransitive verb (obtain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Could I have another cup of tea, please? Μπορώ να έχω άλλο ένα φλιτζάνι τσάι, παρακαλώ; |
τρώωtransitive verb (eat, drink) (φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I had a drink and a biscuit. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήραμε γερό πρωινό σήμερα για να μας κρατήσει όλη μέρα. |
έχωauxiliary verb (used in perfect tenses) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) We have won the race. I've been waiting here for hours. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω χάσει τα κλειδιά μου. |
έχωνintransitive verb (be wealthy) (μτφ: πλούσιος) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Those who have don't always understand those who have not. Οι έχοντες δεν καταλαβαίνουν πάντα τους μη έχοντες. |
παίρνωtransitive verb (receive) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you had your exam results yet? |
πηγαίνω, πάωtransitive verb (slang (have sex with) (καθομ: με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He's never had a girl before. Δεν έχει πάρει καμία γυναίκα. |
-transitive verb (arrange, cause) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I need to have my car fixed. Πρέπει να πάω το αμάξι μου για φτιάξιμο. |
επιτρέπωtransitive verb (permit, allow) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He won't have such behaviour in his presence. |
σύμφωνα μεtransitive verb (declare, assert) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Legend has it that the lakes are the footprints of a giant. |
καλώ, προσκαλώtransitive verb (invite, entertain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're having his parents over for the holidays. |
και όλα τα σχετικάexpression (informal (and the like, and similar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φαίνεταιverbal expression (person: seem) (ότι έχω κάνει κτ) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I appear to have lost my umbrella. Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου. |
ευτυχώςadverb (idiom (fortunately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As luck would have it, the bus was late too, so I managed to catch it after all. |
με νοιάζειverbal expression (consider, be concerned with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I have your best interests at heart. |
παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνιverbal expression (figurative (have control) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If he thinks he can lead the team better, let him have the driver's seat. |
ισχυρίζομαι, υποστηρίζωverbal expression (achievement: assert) (ότι/πως έχω κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Weston claimed to have invented a new method for producing copper. Ο Γουέστον υποστήριξε πως έχει εφεύρει μια νέα μέθοδο για την παραγωγή χαλκού. |
με περιμένει δύσκολη δουλειάverbal expression (informal, figurative (have a hard task ahead) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The house Joe and Maggie have bought needs a lot of renovation; they certainly have their work cut out for them. |
βαρέθηκα, κουράστηκαverbal expression (slang (had enough, stop) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
έχω τελειώσει με κπverbal expression (slang (relationship: finish, end) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρέπειtransitive verb (informal (must) (να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I have got to leave now. |
καταλαβαίνωverbal expression (figurative, informal (understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I can't get a handle on this at all. Can you explain it again? |
γεννάω, γεννώverbal expression (give birth) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The Apollo Hospital is the safest and best place to have a baby. |
κάνω παιδί, κάνω μωρόverbal expression (become parents) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My good friend told me that he and his wife plan to have a baby soon. |
γλεντώ, διασκεδάζωverbal expression (informal (enjoy oneself immensely) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Thank you for a wonderful party; we all had a ball! |
έχω εμμονή με κτverbal expression (figurative, informal (be annoyed, obsessed by [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι προκατειλημμένοςtransitive verb (be prejudiced against) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They have a bias against assertive women. |
έχω ράμματα για τη γούνα κπverbal expression (figurative, informal (want to reprimand) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have a bone to pick with you! Did you forget to feed the cat? |
είμαι έγκυοςverbal expression (figurative, slang (be pregnant) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Looking at her from this angle I'd say she's got a bun in the oven. |
έχω αποδείξεις, έχω στοιχείαverbal expression (legal: have evidence) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The judge has to decide if the prosecution have a case. |
έχωverbal expression (be ill) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sue has a case of mild pneumonia. |
έχω καλές πιθανότητεςverbal expression (be able to succeed at [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We have a chance of winning if we can carry on at this rate. |
μου δίνεται ευκαιρίαverbal expression (be given the opportunity to do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If I have a chance I will try and win. |
έχω μια ευκαιρία σε κτverbal expression (have opportunity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Johnson has a chance at another world title. |
έχω την ευκαιρία να κάνω κτverbal expression (have opportunity to do) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Audrey has a chance at getting into Harvard. |
αλλάζω γνώμηverbal expression (go against your previous decision) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She's had a change of heart and is inviting her sister after all. |
έχω πικρίαverbal expression (figurative (have a resentful attitude) |
είμαι κρυωμένοςverbal expression (be suffering from the cold virus) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't feel like going out today because I have a cold. |
ελέγχω την αγοράtransitive verb (idiom (own enough of to control market) (ιδιωματισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I tried to have a corner on the silver market by buying low priced contracts, but I failed miserably. |
τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνωverbal expression (slang, figurative (become angry or upset) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι ερωτευμένος με κπverbal expression (be attracted to: [sb]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Wendy had a crush on a boy in her class. |
συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυναverbal expression (informal (behave in a reckless way) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He drives that car as though he has a death wish. |
μανία θανάτουverbal expression (psychiatry: wish for death) (ψυχιατρική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A psychiatrist diagnosed James as having a death wish. |
τα χώνωverbal expression (informal (make a critical remark: about [sb]) (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The sacked workers had a dig at their former boss in the press. |
έχω άμεση πρόσβαση σε κπverbal expression (immediate access) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συζητάω, συζητώverbal expression (converse, discuss, debate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We need to have a discussion about where to vacation this year. |
πίνωverbal expression (drink [sth] alcoholic) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He is quite talkative tonight; I wonder if he's had a drink. |
πάω για ένα ποτόverbal expression (socialize in a bar, pub, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Why don't we go and have a drink to remember the good old days? |
κάνω γιορτινό τραπέζιverbal expression (eat celebratory meal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The family had a feast to celebrate Chinese New Year. Η οικογένεια έκανε ένα γιορτινό τραπέζι για να γιορτάσει την κινέζικη πρωτοχρονιά. |
τρώω πολύ, τρώω καλάverbal expression (figurative (eat a lot) We had a feast of homemade pasta and meatballs. |
έχω κλίση σε κτverbal expression (understand instinctively) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She has a feel for golf. |
έχω την αίσθησηverbal expression (suspect) (ότι/πως) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have a feeling that it will rain this afternoon. |
πίνω κάτι παραπάνωverbal expression (UK, slang (drink alcohol to excess) (αλκοόλ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The bartender kept her car keys because she had had a few too many. |
έχω τη χρυσή ευκαιρίαverbal expression (figurative, informal (revel in an opportunity) (μεταφορικά: να κάνω κάτι) |
πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπverbal expression (physically: with [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jack had a fight with another boy, and now he has a black eye. |
τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπverbal expression (figurative, informal (argue) He's in a bad mood because he had a fight with his wife. |
βάζω παντού το χεράκι μουverbal expression (figurative (be involved in others' affairs) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τσαντίζομαιverbal expression (figurative, informal (become angry, upset) (καθομιλουμένη: θυμώνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When she sees how I smashed up her car she's going to have a fit! |
έχω ταλέντο σε κτverbal expression (be talented) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Laura has a flair for garden design. |
βάζω στοίχημα για κτverbal expression (UK, slang (place a bet) John and Mike had a flutter on the outcome of the elections. |
έχω αδυναμία σε κτverbal expression (like [sth]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I have a fondness for chocolate chip ice cream. |
είμαι βραχνιασμένοςverbal expression (figurative, informal (be hoarse) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) What's wrong? Have you got a frog in your throat? |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (slang (look) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They're filming a big Hollywood movie in the town centre today. Let's go and have a gander. |
κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, κάνω μια δοκιμήverbal expression (informal (try [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'd never been water skiing before so I decided to have a go. Δεν έχω κάνει ποτέ πριν θαλάσσιο σκι, έτσι αποφάσισα να κάνω μια δοκιμή. |
τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπverbal expression (slang (attack verbally) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elena had a go at her husband for being late. |
δοκιμάζω κτverbal expression (informal (try) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry was having a go at solving the crossword puzzle. |
έχω μεγάλες πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, έχω αρκετές πιθανότητεςverbal expression (be likely to succeed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I have a good chance of winning the race. |
κουβεντιάζωverbal expression (converse at length) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I had a good chat with an old friend down at the market yesterday. They hadn't seen each other for years and welcomed the chance to have a good chat. Χτες τα είπαμε με έναν παλιό φίλο στην αγορά. Είχαν χρόνια να ειδωθούν και χάρηκαν που είχαν την ευκαιρία να τα πουν. |
Καλή σου μέρα!interjection (pleasantry) (σε έναν) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) The shopkeeper greeted me with a cheerful "Have a good day!" Ο καταστηματάρχης με χαιρέτησε με ένα ευδιάθετο «Καλή σου μέρα»! |
έχω το μυαλό στο κεφάλι μουverbal expression (figurative (be sensible) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't mind him dating my daughter. That boy has a good head on his shoulders. |
είμαι πλήρης ημερών, φεύγω πλήρης ημερώνverbal expression (UK, informal, figurative (live a long life) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My grandmother died at 103, so she'd had a really good innings. |
ξέρω καλά, γνωρίζω καλάverbal expression (be informed about) Taxi drivers have to have a good knowledge of all the local streets. |
γελάω πολύverbal expression (UK, informal (be amused) I was mortified when I poured wine down my shirt, but everyone else had a good laugh. |
έχω καλές πιθανότητεςverbal expression (likely chance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have a good shot at winning the scholarship this year. |
περνάω καλά, τα περνάω όμορφαverbal expression (enjoy yourself, have fun) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Whenever I go out with friends we all have a good time. I hope you have a good time in Spain! Όποτε βγαίνω με φίλους περνάμε καλά. Ελπίζω να τα περάσεις όμορφα στην Ισπανία! |
Καλές διακοπέςinterjection (pleasant holiday) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Καλό ταξίδιinterjection (safe journey) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλό Σαββατοκύριακοinterjection (used to wish [sb] a pleasant weekend) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Have a good weekend, and I will see you on Monday. |
έχω ταλέντο στην κηπουρικήverbal expression (be skilled at gardening) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My mother has a green thumb: everything she touches grows well. All my cuttings took this year, so perhaps I do have green fingers after all. |
συμμετέχω σε κτverbal expression (informal (be involved) Wilson scored one goal and had a hand in two others. |
συμμετέχω στο να γίνει κτverbal expression (informal (be involved) Gwyneth had a hand in persuading Celia to change her mind. |
έχω χανγκόβερverbal expression (after too much alcohol) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Please don't breathe so loudly; I have a hangover. |
περνάω δυσκολίεςverbal expression (experience difficulties) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Be kind to her - she's having a really hard time right now. |
δυσκολεύομαι να κάνω κτverbal expression (informal (find difficult) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're having a hard time picking a suitable slogan for our marketing campaign. |
έχω καλή καρδιάverbal expression (informal, figurative (be compassionate) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Have a heart and consider making a donation to this worthwhile charity. |
λυπήσου μεinterjection (informal, figurative (be more compassionate) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Have a heart! Timmy's only a child and didn't mean any harm. |
παθαίνω έμφραγμαverbal expression (suffer blocked circulation to the heart) After he had a heart attack, my father gave up smoking. |
χρυσή καρδιάnoun (figurative (be kind, generous) (μεταφορικά) He may seem surly at first, but he really has a heart of gold. |
έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτραverbal expression (figurative (lack compassion) You must have a heart of stone if the film didn't bring a tear to your eye. |
έχω παρελθόνverbal expression (have had a past relationship) (με κάποιον) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κρατάω, κρατώverbal expression (grasp firmly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally had a hold on the horse's reins. |
έχω δέσμευσηverbal expression (account: be blocked) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Any check I deposit has a hold on it for 7 days. |
έχω κπ στο χέριverbal expression (informal, figurative (exert control) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In New Jersey, Democrats have had a hold on the Senate seats for many years. |
έχω την υποψία ότι/πως, έχω ένα προαίσθημα ότι/πωςverbal expression (informal (suspect, sense) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have a hunch that the show will be cancelled; they haven't sold many tickets. |
εργάζομαιverbal expression (be in employment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα βρίσκω σκούρα κάνοντας κτverbal expression (slang (experience difficulty: doing [sth]) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You'll have a job convincing him to give you a raise. |
έχω ταλέντοverbal expression (have a talent, skill for [sth]) (σε κτ, στο να κάνω κτ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Carly has a knack for solving impossible problems. |
έχω ταλέντοverbal expression (ironic (have a tendency to do [sth]) (μτφ: σε κτ, στο να κάνω κτ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) My brother has a knack of annoying people. |
γελάω, γελώverbal expression (UK, informal (enjoy a joke, be amused) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We didn't mean to hurt his feelings, we did it just to have a laugh. |
δεν έχω αποδείξειςverbal expression (figurative (have no support for a claim, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω το πλεονέκτημα σε σχέση με κπverbal expression (figurative, informal (have an advantage: over [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She's got a leg up on most of the kids in the team, as her dad's a professional player. |
κοιμάμαι μέχρι αργάverbal expression (UK (sleep late) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μια κουβέντα, κάνω μια κουβεντούλαverbal expression (informal (discuss [sth] sensitive) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Young lady, I think it's time you and I had a little talk. Νεαρή μου, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να τα πούμε λιγάκι. |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (look at) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) These family photos are great. Have a look. Οι συγκεκριμένες οικογενειακές φωτογραφίες είναι τέλειες. Ρίξε μια ματιά. |
ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτverbal expression (examine, inspect) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let the doctor have a look at your rash. Άφησε το γιατρό να ρίξει μια ματιά στο εξάνθημά σου. |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (informal (take a quick look at [sth]) |
έχω να κάνω με κτverbal expression (be due to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His success has a lot to do with his father's business connections. Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του. |
έχω πολλά να πω για κτverbal expression (openly share one's opinions on) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As a working mother, she has a lot to say about childcare facilities and unpaid, unscheduled overtime. |
έχω έναν κόμπο στον λαιμόverbal expression (figurative (be moved emotionally) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεσπάω, ξεσπώverbal expression (informal, figurative (have a tantrum or outburst) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω του κεφαλιού μουverbal expression (figurative ([sth] inanimate: malfunction) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My hair has a mind of its own today. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του have a conversation στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του have a conversation
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.