Τι σημαίνει το festing στο Ισλανδικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης festing στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του festing στο Ισλανδικό.
Η λέξη festing στο Ισλανδικό σημαίνει στερέωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης festing
στερέωμαnounneuter Þessi hvelfing er hin kunna ‚festing‘ (rāqîa‛) í hinni prestlegu frásögn.“ Αυτή η κατασκευή είναι το γνωστό ‘στερέωμα’ (ρακία‘) της ιερατικής αφήγησης». |
Δείτε περισσότερα παραδείγματα
um handaverkin hans öll festing vitni ber. Τα έργα του ψηλά σε όλους μας μιλούν. |
Í stað þess beinir Biblían athyglinni að víðáttunni (kölluð „festing“ í sumum þýðingum) milli vatnsins uppi yfir jörðinni og yfirborðsvatnsins. Αντίθετα, η Αγία Γραφή ασχολείται κυρίως με το εκπέτασμα που υπήρχε ανάμεσα στα υπερυψωμένα και στα επιφανειακά νερά. |
12 Í mörgum þýðingum Biblíunnar (svo sem hinni íslensku) er notað orðið „festing“ eða „hvelfing“ í stað orðsins „víðátta“ sem réttara er. 12 Μερικές μεταφράσεις χρησιμοποιούν τη λέξη «στερέωμα» αντί της λέξης ‘εκπέτασμα’. |
11 „ ‚Verði festing milli vatnanna, og hún greini vötn frá vötnum.‘ 11 «Γενηθήτω στερέωμα [εκπέτασμα (ΜΝΚ)] αναμέσον των υδάτων, και ας διαχωρίζη ύδατα από υδάτων. |
Í næsta versi 1. Mósebókar kemur fram að skaparinn hafi búið til það sem kallað er „festing“. Στα επόμενα εδάφια της Γένεσης, διαβάζουμε ότι ο Δημιουργός έφτιαξε «ένα εκπέτασμα», όπως το αποκαλεί η Γραφή. |
En festing skipsins var þó örugg og það fór ekki lengra en styrkur og lína ankerisins leyfðu. Παρά ταύτα, το πλοίο παρέμενε γερά και σταθερά εντός ενός σταθερού κύκλου, ο οποίος οριζόταν από το μήκος της γραμμής και της δύναμης της άγκυρας. |
Þessi hvelfing er hin kunna ‚festing‘ (rāqîa‛) í hinni prestlegu frásögn.“ Αυτή η κατασκευή είναι το γνωστό ‘στερέωμα’ (ρακία‘) της ιερατικής αφήγησης». |
Ας μάθουμε Ισλανδικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του festing στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ισλανδικό
Γνωρίζετε για το Ισλανδικό
Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.