Τι σημαίνει το elegiste στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης elegiste στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του elegiste στο ισπανικά.

Η λέξη elegiste στο ισπανικά σημαίνει διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, εκλέγω κπ ως κτ, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, παίρνω μια απόφαση, είμαι επιλεκτικός, διαλέγω, επιλέγω, αποφασίζω, επιλέγω, διαλέγω, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, επιλέγω κπ ως υποψήφιο για κτ, -, κάνω μια επιλογή, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, κάνω, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω, εκλέγω κπ σε κτ, επανεκλέγω, ψηφίζω, εκλέγω, επιλέγω, διαθέσιμος, επιλέγω κπ για τον ρόλο, πορεύομαι με ό,τι έχω, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω προσεκτικά, επιλέγω προσεκτικά, διαλέγω προσωπικά, επιλέγω προσωπικά, απορρίπτω, ψηφίζω, αποφασίζω να μην συμμετάσχω σε κτ, επιλέγω να μην συμμετέχω σε κτ, επιλέγω, ορίζω, διορίζω, επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω, ποντάρω σε κτ, διαλέγω κπ/κτ αντί για κπ/κτ άλλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης elegiste

διαλέγω, επιλέγω

verbo transitivo (ένα μεταξύ πολλών)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que elegirá el jersey azul.
Νομίζω ότι θα διαλέξει (or: επιλέξει) το μπλε πουλόβερ.

διαλέγω, επιλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedes llevarte las dos: tienes que elegir.
Δεν μπορείς να πάρεις και τα δύο, πρέπει να διαλέξεις.

εκλέγω κπ ως κτ

verbo transitivo (por votación)

Los votantes eligieron al director jubilado como alcalde de su ciudad.

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El partido A elige contratar los servicios del partido B.

επιλέγω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Escogió ser arquitecto.
Επέλεξε να γίνει αρχιτέκτονας.

διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω μια απόφαση

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No nos poníamos de acuerdo en dónde comer, así que tuve que elegir.
Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε που θα φάμε, έτσι έπρεπε να πάρω εγώ την απόφαση.

είμαι επιλεκτικός

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las barras de ensaladas te permiten elegir entre una gran variedad de vegetales.

διαλέγω, επιλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποφασίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Ya han elegido iglesia para la boda?

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eligió el auto azul en vez del rojo.
Διάλεξε το μπλε αντί για το κόκκινο αυτοκίνητο.

διαλέγω, επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La señora Arnolds eligió las manzanas más jugosas del barril.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κ. Άρνολντς διάλεξε μέσα από το βαρέλι με τα μήλα, για να βρει τα πιο ζουμερά. Ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί διάλεξε εκείνον κι όχι εμένα.

διαλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fueron a elegir su anillo de compromiso.
Πήγαν να διαλέξουν το δαχτυλίδι των αρραβώνων της.

επιλέγω

(κάτι ή να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eligieron un crucero para sus vacaciones.
Επέλεξαν μια κρουαζιέρα για τις διακοπές τους.

επιλέγω κπ ως υποψήφιο για κτ

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El senador será elegido vicepresidente en pocos años.
Αυτός ο γερουσιαστής προορίζεται για αντιπρόεδρος σε μερικά χρόνια.

-

verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Elige tus favoritas y te las compraré.
Διάλεξε τα αγαπημένα σου και σου τα αγοράσω.

κάνω μια επιλογή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor seleccionó a Ken como su asistente de investigación.
Ο καθηγητής επέλεξε τον Κεν ως βοηθό ερευνητή.

επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark seleccionó el texto que quería copiar.
Ο Μαρκ επέλεξε το κείμενο που ήθελε να αντιγράψει.

κάνω

(educación)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He decidido escoger francés el próximo semestre.

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entre el coche rojo y el azul, Rachel eligió el rojo.
Δοθείσης της επιλογής μεταξύ κόκκινου και μπλε αυτοκινήτου, η Ρέιτσελ επέλεξε το κόκκινο.

επιλέγω, διαλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seleccionó a tres de los chicos para que le ayudasen a descargar.

εκλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los votantes del país eligieron a la primera mujer presidente.

εκλέγω κπ σε κτ

(por votación)

Este año, los votantes elegirán dos personas nuevas para el ayuntamiento.

επανεκλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψηφίζω, εκλέγω, επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La asociación de propietarios votará a un nuevo secretario pronto porque el anterior se mudó.
Η ένωση ιδιοκτητών ακινήτων θα εκλέξει νέο γραμματέα σύντομα καθώς ο προηγούμενος μετακόμισε.

διαθέσιμος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siempre tenemos mucha fruta para elegir durante los meses de verano.

επιλέγω κπ για τον ρόλο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tiene el tipo ideal para hacer de mala, siempre la eligen para los papeles de villana.

πορεύομαι με ό,τι έχω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαλέγω, επιλέγω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños eligieron hacer su tarea en vez de las tareas del hogar.

διαλέγω προσεκτικά, επιλέγω προσεκτικά

Eligió los datos por conveniencia para apoyar su punto de vista.

διαλέγω προσωπικά, επιλέγω προσωπικά

El gerente seleccionó cuidadosamente a Charlotte para la posición debido a su extensa experiencia.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después del escándalo, el candidato presidencial rechazó a su compañero de fórmula.

ψηφίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fue elegido por votación para presidir la asamblea.

αποφασίζω να μην συμμετάσχω σε κτ, επιλέγω να μην συμμετέχω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En 1992 Dinamarca eligió salir de la moneda europea.
Το 1992, η Δανία επέλεξε να μην συμμετέχει στο κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα.

επιλέγω, ορίζω, διορίζω

(ως ένορκο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La profesora siempre me señala y yo nunca sé la respuesta a su pregunta.

εκλέγω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellos eligieron a una mujer como presidente por votación.

ποντάρω σε κτ

Richard apostó por el palomino.

διαλέγω κπ/κτ αντί για κπ/κτ άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του elegiste στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.