Τι σημαίνει το dealing with στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dealing with στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dealing with στο Αγγλικά.

Η λέξη dealing with στο Αγγλικά σημαίνει σχετικά με, αναφορικά με, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι, ασχολούμαι με κπ, αφορώ, ασχολούμαι, διαχειρίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dealing with

σχετικά με, αναφορικά με

preposition (about, concerning)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αντιμετωπίζω, χειρίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (address, resolve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The problem was brought to my attention and I dealt with it.
Έλαβα γνώση του προβλήματος και το αντιμετώπισα.

ασχολούμαι με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (handle: people)

You answer the phones and I'll deal with the customers.
Εσύ απάντα στο τηλέφωνο κι εγώ θα αναλάβω τους πελάτες.

αφορώ

phrasal verb, transitive, inseparable (be concerned with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This book deals with history.
Αυτό το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία.

ασχολούμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (reprimand, punish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll deal with you later! For now, go to your room and think about what you did.
Μαζί σου θα τα πω αργότερα. Προς το παρόν πήγαινε στο δωμάτιό σου και αναλογίσου τι έκανες.

διαχειρίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (cope)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't deal with all this stress right now.
Δεν μπορώ να διαχειριστώ όλο αυτό το άγχος τώρα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dealing with στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.