What does άνω in Greek mean?

What is the meaning of the word άνω in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use άνω in Greek.

The word άνω in Greek means upper, ανώτερος, πάνω, επάνω, πάνω από, άνω, πάνω από, πάνω, επάνω, πάνω, επάνω, άνω, άνω, χαμός, ψιλοχαμός, άνω του μετρίου, άνω-κάτω, απαράδεκτος, άνω όριο, ανώτατο όριο, γεμίζω, άνω κάτω τελεία, διπλή τελεία, ανακατεύω, ανακατώνω, με επίπεδη κορυφή, φύρδην μίγδην, φύρδην μίγδην, ακατάστατος, άνω κάτω, άνω χείλος, κάνω κτ άνω-κάτω, άνω γνάθος, άνω γναθικός, χάλι, αχούρι, χάος, ακατάστατος, ακατάστατος, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατώνω, κάνω άνω κάτω, προγναθισμός άνω γνάθου, κατάλληλος για ηλικίες άνω των 13, προκαλώ το χάος, φέρνω χάος, άνω τελεία, εκ των άνω προς τα κάτω, κάνω άνω κάτω, πάνω δόντια, άνω άκρο, άνω-ενδιάμεσος, άνω χείλος, άνω-κάτω. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word άνω

upper

ανώτερος

(higher than others)

Ο κηπουρός κλάδεψε το πάνω μέρος των θάμνων του φράκτη.
The gardener cut back the upper part of the hedge.

πάνω, επάνω

(higher of two) (καθομιλουμένη)

Το σπίτι είχε έναν πάνω και έναν κάτω όροφο.
The house had an upper and a lower floor.

πάνω από

(beyond in number)

Είναι άνω του συντάξιμου ορίου ηλικίας της εταιρίας του.
He is past the retirement age for his company.

άνω

(body part: higher) (επίσημο)

Το πάνω μέρος του χεριού είναι το τμήμα ανάμεσα στον αγκώνα και τον ώμο.
The upper arm is the portion between the elbow and the shoulder.

πάνω από

(not less than)

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να είσαι πάνω από δεκαοκτώ για να αγοράσεις αλκοόλ. Η συμμετοχή στις εκλογές αναμένεται να είναι πάνω από 80% για αυτές τις εκλογές.
In the UK, you need to be eighteen plus to buy alcohol. The voting turnout is expected to be 80% plus for this election.

πάνω, επάνω

(positioned higher on page)

The upper section of the page shows a illustration.

πάνω, επάνω

(teeth: on the top)

Alan had to have all his upper teeth taken out when he was eighty.

άνω

(further upstream or inland)

Simon spent two weeks in the upper Loire valley.

άνω

(zoology: dorsal)

Sea trout: grey above with black dots on dorsal fin, silvery below.

χαμός, ψιλοχαμός

(informal (place: untidy) (καθομιλουμένη, προφορικό: γίνεται)

Το σπίτι μου είναι άνω-κάτω, αλλά πέρασε μέσα.
My house is a bit of a mess, but please come in.

άνω του μετρίου

(better than most)

You need to have an above-average IQ to answer these questions correctly.

άνω-κάτω

(figurative, informal (changeable) (καθομιλουμένη, μτφ)

Όταν πέθανε ο πατέρας της εκείνη ήταν άνω κάτω.
After her father died, her emotions were all over the map.

απαράδεκτος

(figurative (unacceptable)

άνω όριο, ανώτατο όριο

(figurative (upper limit)

Στις μέρες μας, το ανώτατο όριο χρέους είναι μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση.
The debt ceiling is a big concern of the government these days.

γεμίζω

(make messy) (ανάκατα πράγματα)

Μην μου γεμίζεις το γραφείο με χαρτιά!
Don't clutter my desk with your paperwork!

άνω κάτω τελεία, διπλή τελεία

(punctuation mark :)

It is important to understand the difference between a colon and a semicolon.

ανακατεύω, ανακατώνω

(make untidy) (προκαλώ ακαταστασία)

με επίπεδη κορυφή

(flat upper part)

φύρδην μίγδην

(UK, informal (disorderly)

The children had left their wooden blocks in a higgledy-piggledy pile on the floor.

φύρδην μίγδην

(UK, informal (in a disorderly way)

Hundreds of books had been put back higgledy-piggledy onto the shelves.

ακατάστατος

(informal (untidy, disordered)

άνω κάτω

(untidy, disordered)

My son's bedroom is in a mess.

άνω χείλος

(anatomy: liplike part)

κάνω κτ άνω-κάτω

(make sth disordered or dirty)

Μην κάνεις άνω-κάτω το ωραίο και καθαρό καθιστικό μου!
Don't make a mess of my nice clean living room.

άνω γνάθος

(jawbone)

άνω γναθικός

(relating to the jawbone)

χάλι, αχούρι, χάος

(dirty condition) (καθομιλουμένη)

Το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού ήταν αψεγάδιαστο, αλλά το μπάνιο ήταν χάλια.
Most of the house was spotless, but the bathroom was a mess.

ακατάστατος

(room: untidy)

Ο Πωλ έβαλε τιμωρία τον γιο του επειδή το δωμάτιό του ήταν ακατάστατο.
Paul grounded his son because his room was messy.

ακατάστατος

(disorganized)

Το ράφι ήταν άνω κάτω με όλα τα αντικείμενα τοποθετημένα σε λάθος σημείο.
The bookshelf was messy, with everything shelved in the wrong place.

μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατώνω

(UK, informal (mix things up)

κάνω άνω κάτω

(US (make messy, untidy)

προγναθισμός άνω γνάθου

(dentistry: upper-jaw overlap)

κατάλληλος για ηλικίες άνω των 13

(US (movie rating) (ταινία)

Brian's parents won't let him watch PG-13 movies because he's only 8 years old.

προκαλώ το χάος, φέρνω χάος

(bring chaos to) (σε κτ)

The train strike is playing havoc with my travel plans.

άνω τελεία

(punctuation mark ;) (σημείο στίξης)

It's important to know the difference between a semicolon and a colon.

εκ των άνω προς τα κάτω

(hierarchical: working downwards)

The corporation did a top-down restructuring.

κάνω άνω κάτω

(figurative (rummage through roughly)

The house was turned upside down as the burglars searched for valuable items.

πάνω δόντια

(usu plural (top teeth)

The dentist examined Olivia's uppers.

άνω άκρο

(arm) (χέρι)

άνω-ενδιάμεσος

(language learner: very competent) (επίσημο)

άνω χείλος

(upper external part of mouth)

άνω-κάτω

(figurative (into chaos, into a muddle)

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of άνω in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.