Τι σημαίνει το herabsetzen στο Γερμανικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης herabsetzen στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του herabsetzen στο Γερμανικό.
Η λέξη herabsetzen στο Γερμανικό σημαίνει δυσφημώ, δυσφημίζω, υποβαθμίζω, υποβιβάζω, υποβιβάζω, μειώνω, ελαττώνω, υποτιμώ, υποβαθμίζω, εξευτελίζω, υποβαθμίζω, υποβιβάζω, δυσφημώ, δυσφημίζω, κουρεύω, κόβω, ευτελίζω, συκοφαντία, δυσφήμιση, παρουσιάζω κπ σαν να μην είναι άνθρωπος, αποσυμπιέζω, υποτιμώ, σκοτώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης herabsetzen
δυσφημώ, δυσφημίζω
|
υποβαθμίζω, υποβιβάζω(κάποιον σε κάτι) |
υποβιβάζω(κάποιον σε κάτι) |
μειώνω, ελαττώνω
Die Bank hat den Zinssatz für unsere Hypothek herabgesetzt. |
υποτιμώ, υποβαθμίζω, εξευτελίζω
|
υποβαθμίζω, υποβιβάζω
|
δυσφημώ, δυσφημίζω
|
κουρεύω, κόβω(μεταφορικά, ανεπίσημο) |
ευτελίζω
|
συκοφαντία, δυσφήμιση(Rechtswesen) |
παρουσιάζω κπ σαν να μην είναι άνθρωπος
|
αποσυμπιέζω
|
υποτιμώ
|
σκοτώνω(μεταφορικά, ανεπίσημο) Η εταιρεία κατηγορήθηκε για ντάμπινγκ αυτοκινήτων στην αμερικάνικη αγορά. |
Ας μάθουμε Γερμανικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του herabsetzen στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Γερμανικό
Γνωρίζετε για το Γερμανικό
Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.